χλωραμίνη

χλωραμίνη
η, Ν
1. χημ. ανόργανη χημική ένωση, που αποτελεί χημικό ενδιάμεσο κατά την παρασκευή τής υδραζίνης
2. (φαρμ.) αζωτούχο, ανάλογο τού υποχλωριώδους, οξύ, που χρησιμοποιείται ως αντισηπτικό τραυμάτων και για την απολύμανση τού νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.-γαλλ. chloramine < chlor- (< χλωρ[ο]-*) + amine (βλ. λ. αμίνες)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χλωρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθετο χλωρός και εμφανίζει τις σημασίες τού επιθέτου χλωρός, δηλαδή τόσο τη σημασία τού ωχρού, τού πρασινωπού (πρβλ. χλωρό πτιλος, χλωρο φύλλη) όσο και τη σημασία τού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”